τυφλοπλάστης

τυφλοπλάστης
ὁ, Α
αυτός που πλάθει ανόητα ψεύδη («τὰς ματαίους... καὶ χλεύης ἀξίας μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφλοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων μακρὰς ῥήσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κερο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυφλοπλαστώ — έω, Α [τυφλοπλάστης] 1. πλάθω κάτι τυφλά («καταφρονητικῶς ἔχειν τῶν ὅσα αἱ κεναὶ δόξαι τυφλοπλαστοῡσι», Φίλ.) 2. παθ. τυφλοπλαστοῡμαι, έομαι (για νεογνά αρκούδας) γεννιέμαι τυφλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”