- τυφλοπλάστης
- ὁ, Ααυτός που πλάθει ανόητα ψεύδη («τὰς ματαίους... καὶ χλεύης ἀξίας μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφλοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων μακρὰς ῥήσεις», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κερο-πλάστης].
Dictionary of Greek. 2013.